παραμένω

παραμένω
παρέμεινα και παράμεινα
1. μένω κοντά ή κάπου: Παραμένει κοντά στους δικούς της.
2. διατηρούμαι, συνεχίζω: Η κατάσταση του άρρωστου παραμένει η ίδια.
3. μένω περισσότερο απ' όσο πρέπει: Παράμεινες έξω χωρίς πανωφόρι και θα κρυολογήσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραμένω — 1 παρέμεινα βλ. πίν. 178 2 παράμεινα βλ. πίν. 178 Σημειώσεις: παραμένω : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά και με αόρ. παρέμεινα σημαίνει → μένω για ορισμένο χρόνο κάπου ή μένω στην ίδια κατάσταση. Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα σημαίνει → μένω κάπου… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραμένω — stay beside pres subj act 1st sg παραμένω stay beside pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμενῶ — παραμένω stay beside fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμένω — ΝΑ, και ποιητ. τ. παρμένω, Α 1. εξακολουθώ να βρίσκομαι όπου ή όπως ήμουν («παρέμεινε στην εξοχή όλο το καλοκαίρι») 2. μένω κοντά σε κάποιον νεοελλ. 1. διατηρούμαι σε μια κατάσταση ή διάθεση («παρέμεινε πιστός οπαδός») 2. διαμένω κάπου προσωρινά… …   Dictionary of Greek

  • παραμένετε — παραμένω stay beside pres imperat act 2nd pl παραμένω stay beside pres ind act 2nd pl παραμένω stay beside imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμένῃ — παραμένω stay beside pres subj mp 2nd sg παραμένω stay beside pres ind mp 2nd sg παραμένω stay beside pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρμένετε — παραμένω stay beside pres imperat act 2nd pl παραμένω stay beside pres ind act 2nd pl παραμένω stay beside imperf ind act 2nd pl (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμεινάντων — παραμένω stay beside aor part act masc/neut gen pl παραμένω stay beside aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμεμενηκότα — παραμένω stay beside perf part act neut nom/voc/acc pl παραμένω stay beside perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμεμένηκε — παραμένω stay beside perf imperat act 2nd sg παραμένω stay beside perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”